τούλινος

τούλινος
η , ο тюлевый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τούλινος" в других словарях:

  • τούλινος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από τούλι («τούλινες μπομπονιέρες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τούλι + κατάλ. ινος (πρβλ. πάν ινος)] …   Dictionary of Greek

  • τούλινος — η, ο κατασκευασμένος από τούλι: Τούλινη κουνουπιέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»